διακαθαρίζω

διακαθαρίζω
διακαθαρίζω fut. διακαθαριῶ (not found elsewh.; s. preceding entry) clean out τὶ someth. Mt 3:12; Lk 3:17 v.l.—DELG s.v. καθαρός.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διακαθαριεῖ — διακαθαρίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διακαθαρίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διακαθαρίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διακαθαρίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακαθαριζομένης — διακαθαρίζω pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) διακαθαρίζω pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отребля — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (διακαθαρίζω) отмщаю (Лук. 3, 17) …   Словарь церковнославянского языка

  • διακαθαίρω — και διακαθαρίζω (AM) [καθαιρώ] 1. καθαρίζω 2. εξαγνίζω εντελώς 3. κλαδεύω 4. (για συγγράμματα, κείμενα, λόγους) επεξεργάζομαι το τελικό στάδιο, δίνω την τελική μορφή 5. μέσ. διακαθαίρομαι καθαρίζω κάτι από τα πράγματά μου, από τα υπάρχοντά μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”